FOREVER FIGHTING THE WORLD!!!

Τρίτη 19 Δεκεμβρίου 2017

Blaze of Glory

Blaze of glory είναι ο τίτλος ενός πολύ ωραίου τραγουδιού των θεών Titan Force. Blaze of glory είναι και μια από τις μεγάλες επιτυχίες του Bon Jovi. Πριν από αυτά όμως, το Blaze of glory των Burning Starr πυρπόλησε τα πικάπ των ασυμβίβαστων ακροατών το 1987.

Μια εικόνα που στοιχείωσε τα όνειρα εκατομμυρίων ανθρώπων κατά την διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου: στο ημίφως μιας αίθουσας ελέγχου, ένας άντρας ετοιμάζεται να πατήσει το κόκκινο κουμπί που θα εξαπολύσει τον πυρηνικό όλεθρο. Ωστόσο, μια αγγελική παρουσία παρεμβαίνει για να τον εμποδίσει. Σε σκοτεινούς καιρούς υπήρχε ελπίδα. Και φορέας της ήταν το γεμάτο νεανική ορμή Heavy Metal.


Αυτή είναι η ιστορία που φαίνεται να ξετυλίγεται στο εξώφυλλο του Blaze of glory, του τρίτου δίσκου των αμερικανών Jack Starr's Burning Starr. Έχοντας σταθερά στο πλάι του τον πολύ καλό τραγουδιστή Mike Tirelli, και με διαφορετικό rhythm section από το No turning back του 1986, ο Jack Starr και η μπάντα του έδωσαν ξανά το παρών στην πρώτη γραμμή του τότε φλεγόμενου US Metal. Το Blaze of glory διαθέτει όλα όσα μπορεί να ζητήσει ο απαιτητικός ακροατής: τσαμπουκά και μαχητική διάθεση που εκφράζονται από τραγούδια-προτροπές όπως τα Stand up and fight και Go down fighting, μεταλλικούς ύμνους όπως το Metal generation, φοβερά φωνητικά από τον ταλαντούχο Tirelli, και μια κιθάρα που κατακαίει τα πάντα στο πέρασμα της, με αποκορύφωμα τα συνεχή σόλο στο ομώνυμο τραγούδι. Ενδιαφέρον παρουσιάζουν και οι στίχοι που εκφράζουν επίκαιρες (τότε) ανησυχίες, αγωνία για το ζοφερό κλίμα της εποχής, αλλά και διάθεση για αγώνα και αλλαγή. Ενδεικτική είναι η φράση World Peace thro Heavy Metal που αναγράφεται στο οπισθόφυλλο του δίσκου. Το πνεύμα του δίσκου όμως συνοψίζεται με τον καλύτερο τρόπο στους στίχους του Metal generation:

If we have to, we will fight
We'll take the world and make it right
We are strong we will survive
Raise your fist up in the air
Hold your banners way up high
Heavy Metal will never die

We're the metal generation
Cold blue steel runs in our veins
We're the metal generation
Don't fuck with us cos we're insane 

Σήμερα, αυτή η μεταλλική γενιά που υμνούσαν οι Burning Starr πριν από 30 χρόνια έχει πλέον ξεθωριάσει. Πολλούς τους έχει καταπιεί η καθημερινή ρουτίνα και ακόμα περισσότεροι τα έχουν παρατήσει. Σε όσους όμως ακόμα αντιστέκονται ή έστω θυμούνται, το αίτημα παραμένει για μια τελική έξοδο μέσα σε μια έκρηξη δόξας. Έστω και ως ρομαντική εικόνα χωρίς πραγματικό αντίκρισμα...

I'm going out in a blaze of glory
Burn my name across the sky
Going out in a blaze of glory
Never stop until I die!

Αφορμή για την ανάρτηση: η πολύ ωραία  επανακυκλοφορία του Blaze of glory από την ελληνική No remorse records και η ακρόαση του cd της, το οποίο προμηθεύτηκα από τον φίλο ΧΝ.

Τετάρτη 8 Νοεμβρίου 2017

Αναγνώσεις ΙΙΙ

Μετά από απουσία δύο μηνών, δίνουμε ξανά το παρών με νέες αναγνώσεις. Σε αντίθεση με την προηγούμενη φορά, παρουσιάζουμε δύο πρόσφατες αγγλικές εκδόσεις για όσους/όσες το ψάχνουν λίγο παραπάνω.

1) Στο Paperbacks from Hell, ο αμερικανός συγγραφέας Grady Hendrix προβαίνει σε μια ιστορική ανασκόπηση της λογοτεχνίας τρόμου των δεκαετιών του '70 και του '80, όπως αυτή έλαβε μορφή μέσα από ένα πλήθος χαρτόδετων εκδόσεων (paperbacks) που κατέκλυζαν τα ράφια των βιβλιοπωλείων της εποχής. To Paperbacks from Hell είναι ένα κολασμένο ανάγνωσμα, στις σελίδες του οποίου παρελαύνουν (μεταξύ άλλων) δαιμονικά μωρά, σατανικά παιδιά και διαβολικές κούκλες, μεταλλαγμένα ζώα, στοιχειωμένα σπίτια, βρυκόλακες και δαίμονες, μανιακοί δολοφόνοι και διάφοροι άλλοι φορείς τρόμου και φρίκης. Πέρα από την περιγραφή των (συχνά εξωφρενικών) υποθέσεων επιλεγμένων βιβλίων, ο Hendrix παρέχει ενδιαφέρουσες πληροφορίες για συγγραφείς, ζωγράφους εξωφύλλων και εκδοτικούς οίκους, καθώς και για την κοινωνικοπολιτική κατάσταση της περιόδου που καλύπτει το βιβλίο του. Η τελευταία οριοθετείται από τις αρχές της δεκαετίας του '70 με την κυκλοφορία εμβληματικών βιβλίων όπως Το Μωρό της Ροζμαρί και Ο Εξορκιστής έως τις αρχές με μέσα της δεκαετίας του '90, με την υποχώρηση και το "ξεφούσκωμα" της paperback αγοράς.


Εκτός από γνώση του θέματος που πραγματεύεται, ο συγγραφέας διαθέτει χιούμορ και είναι εξοικειωμένος και με τη Heavy Metal μουσική. Ωστόσο, το πλέον δυνατό σημείο του PfH είναι ένα πλήθος από εικόνες paperback εξωφύλλων της εποχής, τα οποία κοσμούσαν και οι ανάλογες σύντομες και αποσκοπούσες στον εντυπωσιασμό περιγραφές (blurbs) της υπόθεσης των βιβλίων. Αυτό το πλούσιο οπτικό υλικό καθιστά το βιβλίο του Hendrix ένα απολαυστικό ταξίδι σε ένα λογοτεχνικό σύμπαν του οποίου το ύφος απέχει αρκετά από τον αγαπημένο μου κοσμικό τρόμο του H. P. Lovecraft, αλλά δεν παύει να παρουσιάζει το δικό του ενδιαφέρον.

2) Ο Richard Matheson (1926-2013) είναι γνωστός στο ελληνικό αναγνωστικό κοινό κυρίως χάρη στην νουβέλα του Ζωντανός Θρύλος (I am Legend, 1954), ο αγγλικός τίτλος της οποίας περιγράφει με ακρίβεια και την θέση του ίδιου του Matheson στον χώρο της Φανταστικής Λογοτεχνίας. Μεταξύ άλλων, ο Matheson είχε να επιδείξει μια πλούσια παραγωγή διηγημάτων τρόμου, φαντασίας και μυστηρίου, αρκετά από τα οποία έγιναν επεισόδια της δημοφιλούς τηλεοπτικής σειράς Twilight Zone ή μεταφέρθηκαν στον κινηματογράφο. Στη συλλογή The Best of Richard Matheson που κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις Penguin, μας δίνεται η ευκαιρία να διαβάσουμε κάποιες από τις καλύτερες ιστορίες του αμερικανού συγγραφέα.


Μέσα στις σελίδες του βιβλίου συναντούμε γνώριμα διηγήματα όπως τα The Shipshape Home (Ένα Σπίτι Κελεπούρι, εκδ. Ωρόρα) και το ανατριχιαστικό Long Distance Call (Υπεραστική Κλήση, εκδ. Αιγόκερως), αλλά και δημοφιλείς και-στο βαθμό που γνωρίζω-αμετάφραστες στην γλώσσα μας ιστορίες όπως τα Nightmare at 20000 Feet, Prey και Button, Button. Οι ήρωες του Matheson είναι συνηθισμένοι άνθρωποι που το Παράξενο εισβάλει στην καθημερινότητα τους με απρόβλεπτες συνέπειες. Οι ιστορίες του μένουν στον αναγνώστη και ορισμένες είναι τόσο χαρακτηριστικές που ισχύει απόλυτα αυτό που γράφει ο Neil Gaiman, πως δηλαδή τις γνωρίζετε ακόμα και αν νομίζετε το αντίθετο. Ο Matheson είναι όντως ένας-πλέον όχι ζωντανός-θρύλος του χώρου και οι υποψιασμένοι αναγνώστες οφείλουν να τον ψάξουν περισσότερο.

Έως την επόμενη φορά, η περιπλάνηση στα ανεξερεύνητα πεδία της Λογοτεχνίας Φαντασίας συνεχίζεται...

Κυριακή 27 Αυγούστου 2017

Stand your Ground!

Μετά από έξι χρόνια η αναμονή έλαβε τέλος: οι Burning Starr επιτέλους επέστρεψαν στην δισκογραφία με το Stand your Ground και οι εραστές του αυθεντικού Σκληρού Ήχου δεν μπορούν παρά να πανηγυρίζουν και να δοξολογούν. Για άλλη μια φορά η αμερικάνικη μπάντα είναι εδώ για να δείξει στους απανταχού ξενέρωτους πως παίζεται το Παιχνίδι. Επικεφαλής της ο μεγάλος Jack Starr, ένας από τους τελευταίους Φύλακες της Ιερής Φλόγας του Heavy Metal.


Ο JS αποτελεί προσωπικό φετίχ του παρόντος ιστολογίου για πολλούς λόγους. Ενδεικτικά μόνο αναφέρω την σεμνότητα που τον χαρακτηρίζει ως άνθρωπο, την αβίαστη αυθεντικότητα που αποπνέει  το παίξιμο και η όλη στάση του, την επιβλητική του παρουσία πάνω στη σκηνή χωρίς δερμάτινα, καρφιά και περιττές φιοριτούρες, και φυσικά τους σπουδαίους δίσκους που μας έχει χαρίσει. Στο Stand your Ground o αμερικανός κιθαρίστας πλαισιώνεται για μια ακόμη φορά από τους Todd Michael Hall (φωνητικά), Ned Meloni (μπάσο) και Rhino (τύμπανα). Το φοβερό (και συμβολικό) εξώφυλλο είναι και πάλι έργο του βετεράνου Ken Kelly.

Μουσικά ο δίσκος περιέχει αυτό που περιμέναμε από τους BS: καλοπαιγμένο παραδοσιακό Heavy Metal, διαποτισμένο από την ατμόσφαιρα της δεκαετίας '80, το οποίο η κιθάρα του JS και τα φωνητικά του Hall το τοποθετoύν πολλά σκαλοπάτια πάνω από την πλειοψηφία των true metal μετριοτήτων που έχουν κατακλύσει το διαδίκτυο τα τελευταία χρόνια. Για μια ακόμα φορά η έμπνευση είναι παρούσα σε κομμάτια όπως τα Hero, The Enemy, Escape from the Night, Stronger than Steel (στο τέλος του οποίου ακούγεται και μια "χαμένη" ηχογράφηση του απόλυτου γίγαντα Rhett Forrester) και το φιλόδοξο δεκάλεπτο ομώνυμο έπος. Ευχάριστη έκπληξη αποτελεί και το Destiny που παραπέμπει στις μέρες των παλιών Virgin Steele. Για να είμαστε δίκαιοι, θεωρώ πως ο δίσκος δεν φτάνει το επίπεδο του Land of the Dead του 2011. Έχει αδύναμες στιγμές και δύο ή τρία κομμάτια θα μπορούσαν να απουσιάζουν ώστε να μειωθεί η μεγάλη χρονική του διάρκεια. Ωστόσο, με μουσικούς όπως ο JS η αντικειμενικότητα δεν ήταν ποτέ το ζητούμενο και αρκεί μια κομματάρα όπως το Worlds Apart για να αποκτήσει το νέο πόνημα των BS απολύτως θετικό πρόσημο και να κερδίσει τον απαιτητικό ακροατή.


Πέρα από το μουσικό μέρος, σε μια πρόσφατη συνέντευξη του ο JS δήλωσε πως το Stand your Ground εκφράζει εύλογες ανησυχίες για τους κινδύνους που αντιμετωπίζουν η κουλτούρα και η ταυτότητα των δυτικών κοινωνιών λόγω της μαζικής μετανάστευσης επήλυδων που  αδυνατούν να ενσωματωθούν στις τελευταίες. Πρόκειται για σοβαρό και υπαρκτό πρόβλημα, αλλά-χωρίς να θέλω να το υποβαθμίσω-θα προτιμήσω μια ερμηνεία σε πιο ατομικό επίπεδο: αυτή της αιώνιας προτροπής να στέκεσαι όρθιος και ανυποχώρητος, με το μεσαίο δάκτυλο μονίμως υψωμένο απέναντι σε κάθε αντιξοότητα, σε όλους τους ''επίδοξους" και σε κάθε τυποποιημένη σκέψη. Αυτή η αγωνιστική αντίληψη άλλωστε είναι και η ουσία του Heavy Metal, όπως το αντιλαμβάνομαι εγώ τουλάχιστον.

Συνοψίζοντας, το Stand your Ground επιβεβαιώνει αυτό που έγινε φανερό με το Land of the Dead: πως οι Burning Starr έχουν καθιερωθεί ως μια υπολογίσιμη δύναμη πρώτης γραμμής στο σύγχρονο Metal. Εμείς παραμένουμε σταθεροί υποστηρικτές τους και πιστοί στην προτροπή του τίτλου...  

Δευτέρα 10 Ιουλίου 2017

Final Walk

Ben Johnson, Warren Oates, William Holden, Ernest Borgnine. Προς τον Θάνατο και την Αθανασία...


Παρασκευή 7 Ιουλίου 2017

Μεταλλοποίησις

Out of the night that's where you appear
Long hair with leather and nothing to fear
Free as the wind you are bright as a light
Metal machine will guide you tonight
Shining steel meets your desire
Follow the wheel the wheels of fire


To σωτήριο έτος 1986 τα καμίνια των θεών ράγισαν και από τις ρωγμές ξεχύθηκε στον κόσμο καυτό μέταλλο για να κάψει τους Ψεύτικους. Οι Αληθινοί άντεξαν και μεταλλοποιήθηκαν (metalized), ατενίζοντας τα αποκαϊδια μέσα από τα πυρωμένα μάτια τους, με το ατσάλινο Ξίφος (Sword) στo χέρι.


Ένας φίλος λέει (και οφείλω να συμφωνήσω) πως πομπώδεις περιγραφές σαν την παραπάνω είναι κατά βάθος αφελείς (αν όχι τίποτα χειρότερο), και έχουν ενδιαφέρον μόνο ως ασκήσεις ύφους. Είναι απαραίτητες όμως, ώστε να αποφευχθεί μια τυπική και ξερή παρουσίαση σπουδαίων δίσκων όπως το Metalized των Sword.

Οι τέσσερις Καναδοί εμφανίστηκαν στο μεταλλικό προσκήνιο έχοντας ένα κραυγαλέο όνομα για την μπάντα τους και έναν μονολιθικό τίτλο για τον δίσκο τους, του οποίου το βαρύ και ασήκωτο εξώφυλλο πάντοτε μου θύμιζε αρχαιοελληνική περικεφαλαία. Ευτυχώς, το αισθητικό κομμάτι υποστηρίζεται άψογα από το μουσικό. Ήδη οι πρώτες νότες του εναρκτήριου FTW δημιουργούν υψηλές προσδοκίες στον ανυποψίαστο ακροατή οι οποίες και δεν διαψεύδονται στη συνέχεια. Βαρύς μεταλλικός ήχος και φοβερές συνθέσεις όπως το κορυφαίο Children of heaven, το σαρωτικό The end of the night και το σκοτεινό Evil spell, καθιστούν το Metalized έναν κλασικό δίσκο αυθεντικού και έντιμου Heavy Metal.

Με επική διάθεση αλλά και αναφορές στην rock'n'roll αλητεία, με απλό και άμεσο ύφος χωρίς περιττές φανφάρες, με δυνατά φωνητικά από τον Rick Hughes, δυναμικές κιθάρες από τον Mike Plant, και συμπαγές rhythm section από τους Mike Larock (μπάσο) και Dan Hughes (τύμπανα), οι Sword μας χάρισαν μια εξαιρετική κυκλοφορία, χαρακτηριστική του πνεύματος και της μουσικής ποιότητας της δεκαετίας του '80.


To Metalized γνώρισε σχετική επιτυχία, δύο τραγούδια του έγιναν βίντεοκλιπ, ενώ η μπάντα είχε support θέση σε συναυλίες συγκροτημάτων όπως οι Motorhead και οι Metallica. Ακολούθησε το σχετικά πιο ήπιο αλλά πάντα ενδιαφέρον Sweet dreams του 1988 και στη συνέχεια η μπάντα διαλύθηκε. Σήμερα λογαριάζεται ως ενεργή και έδωσε κάποιες συναυλίες πριν μερικά χρόνια.

Οι Sword βρέθηκαν στις πρώτες γραμμές του αυθεντικού Hard 'n' Heavy σε μια σπουδαία χρόνιά για την μουσική μας, δεύτερη σε σημασία μόνο σε σχέση με το μυθικό 1984. Συνετέλεσαν κι αυτοί στην Μεταλλοποίηση που επιτελέστηκε στις ψυχές και τις καρδιές μιας ολόκληρης γενιάς ακροατών και γι' αυτό αξίζει να μνημονεύονται. Μέχρι την επόμενη φορά: Follow the wheel, wheels of fire!

Αφορμή για την ανάρτηση: πρόσφατη αναδρομή στην δισκογραφία των Sword. Μέσω του youtube δυστυχώς, καθώς το πικάπ μου έχει πάψει εδώ και χρόνια να λειτουργεί.

Κυριακή 14 Μαΐου 2017

Αναγνώσεις ΙΙ

Ελλείψει άλλου θέματος, έχει ενδιαφέρον να παρουσιάσουμε κάποιες αξιόλογες κυκλοφορίες των τελευταίων μηνών.

1) O ιρλανδός Joseph Sheridan Le Fanu είναι ένας από τους πιο σπουδαιότερους συγγραφείς ιστοριών φαντασμάτων του 19ου αιώνα, περισσότερο γνωστός για την βαμπιρική νουβέλα Carmilla του 1872. Από τις εκδόσεις Άγρα κυκλοφόρησε πρόσφατα σε μια πολύ προσεγμένη έκδοση (και σε πολύ καλή μετάφραση) το διήγημα του Το Άγρυπνο Μάτι.


Πρόκειται για ένα θρίλερ υπερφυσικού ή ψυχολογικού τρόμου (αναλόγως ποιας οπτικής θα επιλέξει ο αναγνώστης), το οποίο προτείνεται ανεπιφύλακτα.

2) Πρόσφατα κυκλοφόρησε και από τις εκδόσεις Ίκαρος το Ποτέ και Πουθενά (Neverwhere) του διάσημου βρετανού συγγραφέα Neil Gaiman. Και εδώ έχουμε να κάνουμε με μια προσεγμένη έκδοση και με μια πολύ ωραία ιστορία που διαδραματίζεται σε ένα παράλληλο Λονδίνο-το κάτω Λονδίνο-στο οποίο καταλήγουν όσοι πέφτουν από τις χαραμάδες του κόσμου.


Ο Gaiman δεν είναι απολύτως του γούστου μου αλλά δεν παύει να είναι ένας μεγάλος παραμυθάς και το Ποτέ και Πουθενά είναι ένα βιβλίο που διαβάζεται πολύ ευχάριστα, παραπέμπει σε διάφορες αρχετυπικές καταστάσεις και διαθέτει ένα δαιμονικό ζευγάρι κακών (οι κύριοι Κρουπ και Βάντεμαρ) που κλέβει την παράσταση και δίνει τον απαραίτητο σκοτεινό τόνο στην αφήγηση.

3) Πριν μερικές μέρες οι εκδόσεις Η Άγνωστη Καντάθ παρουσίασαν την νέα τους θεματική ανθολογία με τίτλο Η Φωνή μέσα στη Νύχτα και άλλες γοτθικές ιστορίες. Αν και δεν το έχω ακόμα στα χέρια μου, το παρουσιάζω επειδή είμαι βέβαιος για την ποιότητα της έκδοσης η οποία γίνεται φανερή από την επιλογή των διηγημάτων και από το υπέροχο εξώφυλλο.


Η αναβίωση της θεματικής ανθολογίας από τις εκδόσεις Η Άγνωστη Καντάθ είναι ένα εγχείρημα που μας πάει πίσω στις παλιές καλές μέρες των εκδόσεων Ωρόρα και ελπίζω να έχει απήχηση και να δούμε και άλλα ανάλογα βιβλία (υπενθυμίζω πως έχει προηγηθεί η κυκλοφορία μιας ανθολογίας με σοβιετικούς συγγραφείς ΕΦ καθώς και η συλλογή Νεκροναύτες).

4) Τέλη του 2016 κυκλοφόρησε από την Μαμούθ Comix το "απαγορευμένο" Ο Τεν Τεν στη Χώρα των Σοβιέτ, στο οποίο ο νεαρός δημοσιογράφος και ο σκύλος του Μιλού ταξιδεύουν στην Σοβιετική Ένωση και ανακαλύπτουν την πραγματική φύση του κομμουνιστικού συστήματος. 


Αν και η αντικομμουνιστική του προπαγάνδα είναι αφελής και το σχέδιο του εντελώς πρωτόλειο,  δεν παύει να έχει ιστορική αξία και να αντικατοπτρίζει το πνεύμα της εποχής του, ενώ έχει και πολλές πραγματικά αστείες στιγμές που εγγυώνται μια διασκεδαστική ανάγνωση.

Καλές αναγνώσεις λοιπόν μέχρι την επόμενη φορά...

Παρασκευή 21 Απριλίου 2017

Θήτα

Κάθε φορά που βρίσκομαι με τον αδελφό μου η συζήτηση αναπόφευκτα κάποια στιγμή θα έρθει στον Θ. Παλιός κολλητός του αδελφού μου, στη διάρκεια της δεκαετίας το '80 αλλά και λίγο αργότερα, στα πρώτα χρόνια του '90. Εκείνες τις εποχές, η παρέα του αδελφού μου ενέπνεε δέος σε εμάς, τα μικρότερα παιδιά της γειτονιάς. Ειδικά ο Θ ήταν ο ήρωας μας και οι πιτσιρικάδες που έμεναν στην πολυκατοικία του προνομιούχοι (εμείς μέναμε στην απέναντι). Ο Θ είχε τελειώσει σχολείο στη ΣΕΛΕΤΕ, είχε τρέλα με την Αμερική, έβλεπε ταινίες του Σταλόνε (είχε βίντεο σπίτι, ενώ εμείς δεν πήραμε ποτέ), ήταν βασικό στέλεχος στην τοπική της ΝΔ, άκουγε Heavy Metal και πήγαινε σε συναυλίες, ήταν μέσα στην Όμπρε την βραδιά με τα μαχαιρώματα, ενώ οδηγούσε το οικογενειακό Audi από 18 χρονών και κάναμε σαν τρελοί για να μας βάλει μέσα και για μια βόλτα γύρω από το τετράγωνο. Από εμφάνιση ψιλοκυριλέ: ούτε μακριά μαλλιά, ούτε κολλητά τζην, ούτε μπλούζες συγκροτημάτων. Στο σπίτι του, θυμάμαι ακόμα την αφίσα Judas Priest στην κουζίνα και τους δίσκους στο δωμάτιο του: Wasp, Maiden, Metallica, Manowar, Motorhead κτλ. Κλασικά και ασφαλή ακούσματα, αλλά γνώριζε και πιο underground σχήματα. Εκεί είχαμε δει τον τελικό του μπάσκετ το '87, και εκεί είδα για πρώτη φορά φρικιά να κάνουν σχιζοφρένεια σε ένα πάρτυ που είχε κάνει η αδελφή του. Μια μέρα πήγα και του ζήτησα να μου γράψει μια κασέτα με Bon Jovi και αυτός μου είπε πως αυτά είναι ψιλομαλακίες και μου έγραψε μια συλλογή με τραγούδια όπως Wheels of Fire, Kings of Metal και Ace of Spades: o Θ είναι υπέυθυνος για την πρώτη γνωριμία μου με τους Manowar, η οποία υποθέτω πως-για καλό ή για κακό-με σημάδεψε για όλα τα χρόνια που ακολούθησαν.


Όταν ήρθε η ώρα να πάει φαντάρος και μάθαμε πως θα πήγαινε στα ΟΥΚ, το πρόσωπο του απέκτησε μυθικές διαστάσεις. Μια από τις πιο ζωηρές αναμνήσεις μου από εκείνη την εποχή είναι η μέρα που έσκασε μύτη στην γειτονιά με την παραλλαγή και το πράσινο μπερέ και οι μικρότεροι πάθαμε αμόκ. Αργότερα, το καλοκαίρι που έδωσα πανελλήνιες πήγαμε παρέα με τον Θ στη Ρόδο, όπου υπηρετούσε ο αδελφός μου. Την πρώτη μπύρα που ήπια στην ζωή μου την ήπια ύστερα από προτροπή του Θ σε κάποιο μπαρ κοντά στην Ορφανίδου. Ύστερα ξεκίνησε η φοιτητική ζωή και έχασα την επαφή με το είδωλο της παιδικής μου ηλικίας. Στα 20 και επιπλέον χρόνια που μεσολάβησαν από τότε μέχρι σήμερα, ο Θ σταμάτησε να αγοράζει δίσκους, παντρεύτηκε, έμπλεξε σε διάφορες επιχειρηματικές δραστηριότητες, έφαγε λεφτά, προσπάθησε να πιάσει την καλή (χωρίς ιδιαίτερη επιτυχία). Τον είδα πριν κάνα χρόνο και δεν είχε αλλάξει πολύ: κλασικές πολιτικοστρατιωτικές αναλύσεις που έχουν την τάση να κάνουν με ύφος παντογνώστη πολλοί που έχουν υπηρετήσει στις ειδικές δυνάμεις, ιστορίες για πηδήματα, θεωρίες για τον γάμο και την γυναίκα που θα παντρευτείς, μια δουλειά αμφιβόλου προοπτικής, εκκρεμότητες με την εφορία...

Πρόσφατα έμαθα πως την έκανε για το εξωτερικό, σε αναζήτηση καλύτερης τύχης και είπα να κάνω αυτή την ανάρτηση για χάρη των παλιών καιρών. Δεν θυμάμαι ποιος φιλόσοφος ήταν που έλεγε-στο περίπου-πως τα άτομα που έχουν την μεγαλύτερη επίδραση στην ζωή μας μπαίνουν και βγαίνουν από αυτή αθόρυβα, χωρίς να το συνειδητοποιήσουμε. Σε ό,τι με αφορά, ο Θ οπωσδήποτε ανήκει σε αυτήν την κατηγορία. Επιπλέον θεωρώ πως η πορεία του Θ έχει αντιστοιχίες με εκείνη της ελληνικής κοινωνίας τις τελευταίες δεκαετίες: από τα χρυσά χρόνια της δεκαετίας του '80, στις μπίζνες και τις αρπαχτές της δεκαετίας του '90 και τελικά στην χρεοκοπία και την απομυθοποίηση των καιρών που διανύουμε.

Είναι γεγονός πως όλα ξεφτίζουν, ασχέτως αν επιμένουμε να τα διατηρούμε εξιδανικευμένα και άφθαρτα στην φαντασία μας. Όταν ήμουν μικρός ποτέ δεν είχα σκεφτεί τι εξέλιξη θα είχε ο Θ. Η εξέλιξη ήταν μάλλον απογοητευτική (αλλά αναπόδραστη) και υποθέτω πως-σε τελική ανάλυση-ακόμα και ο Θ εκείνης της εποχής δεν υπήρξε ποτέ πραγματικά παρά μόνο στο μυαλό ενός ενθουσιώδους πιτσιρικά. Ωστόσο, παραμένει σύμβολο και ήρωας των χρόνων των πρώτων αναζητήσεων, και είναι ωραίο να ξέρω πως βρίσκεται κάπου εκεί έξω κάνοντας τις αναλύσεις του και λέγοντας ιστορίες. Έστω και αν η παλιά του αίγλη έχει χαθεί οριστικά...

Δευτέρα 27 Μαρτίου 2017

Τhe Cannon of Destruction

Την φωτογραφία που κοσμεί την παρούσα ανάρτηση μου την έστειλε καλός φίλος ζητώντας μου να τη συνοδεύσω με την βαρυσήμαντη δήλωση "Καλά σας γλεντάει ο Blackmore!!!". Εδώ που τα λέμε, δεν έχει και άδικο και γι' αυτό του κάνω την χάρη.


Γιατί ο Άντρας με τα Μαύρα είναι ο Ένας και Μοναδικός και το Κανόνι της Καταστροφής δεν παύει να βρυχάται!

Πέμπτη 23 Μαρτίου 2017

Μπέρνυ Ράϊτσον RIP

Ο τόμος The Saga of Solomon Kane της Dark Horse περιέχει διάφορες παλιές ιστορίες κόμικ με τον αγαπημένο ήρωα του Robert Howard. Προκειται κυρίως για διεκπεραιωτικό υλικό αλλά υπάρχει μια σκοτεινή εικόνα που αιχμαλωτίζει το βλέμμα του αναγνώστη: ο εκδικητής Πουριτανός όπως τον σχεδίασε η πένα του Bernie Wrightson.


O BW έφυγε από τη ζωή πριν λίγες μέρες-χτυπημένος από καρκίνο του εγκεφάλου-και οφείλουμε να τον αποχαιρετίσουμε διότι υπήρξε μεγάλος καλλιτέχνης και γίγαντας του χώρου του Φανταστικού. Οι δημιουργίες του παραμένουν και δεν νομίζω πως χρειάζονται περισσότερα λόγια. RIP... 




Κυριακή 5 Μαρτίου 2017

Σπίτια

Υπάρχει ένα παλιό ρητό που λέει πως το σπίτι ενός άντρα είναι το κάστρο του. Αν και μένω σε ένα πολύ μικρό διαμέρισμα το οποίο δεν διαθέτει ούτε καναπέ για να κάτσει ένας καλεσμένος και έχω συμβιβαστεί πλέον με την ιδέα πως δεν πρόκειται ποτέ να αποκτήσω ένα μεγάλο σπίτι για να το διαμορφώσω όπως θα ήθελα, παρόλα αυτά θεωρώ πως το παραπάνω ρητό ισχύει και για την ταπεινή μου κατοικία. Ωστόσο, ο νους μας δεν παύει να ταξιδεύει και να στρέφεται προς το Ιδανικό. Και στην προκειμένη περίπτωση υπάρχουν τρεις κατοικίες που-όχι τυχαία-συνδέονται με ισάριθμους συγγραφείς του ευρύτερου Φανταστικού και γοητεύουν την φαντασία χάρη στην-κάποιες φορές γκροτέσκα-αισθητική τους και την ιστορία αυτών που τις κατοίκησαν. 

Πρώτο στη λίστα δεν θα μπορούσε να είναι άλλο από το εξωφρενικό Fonthill Abbey που κτίστηκε κατά παραγγελία του William Beckford (1760-1844), συγγραφέα της παράξενης ιστορίας του Χαλίφη Βαθέκ. Μέσα σε αυτό το τερατώδες γοτθικό συγκρότημα ο εκκεντρικός Beckford απομονώθηκε, περιτριγυρισμένος από μια πληθώρα έργων τέχνης των οποίων ήταν μανιώδης συλλέκτης. Ο Παντελής Γιαννουλάκης (ένα από τα ελάχιστα άτομα στην χώρα μας που έχει πραγματική και ουσιαστική γνώση της Λογοτεχνίας του Φανταστικού) έχει γράψει παλιότερα ένα σχετικό κείμενο που οι ενδιαφερόμενοι μπορούν να αναζητήσουν.

Fonthill Abbey
Η κατασκευή του FA κόστισε μια περιουσία. Ο κεντρικός πύργος του είχε ενενήντα μέτρα ύψος και κατέρρευσε αρκετές φορές λόγω της κακής κατασκευής του. Τελικά ο Beckford αναγκάστηκε να το πουλήσει το 1822 όταν άρχισε να αντιμετωπίζει οικονομικά προβλήματα. Μερικά χρόνια αργότερα ο πύργος κατέρρευσε οριστικά, προκαλώντας ζημιά στο υπόλοιπο κτήριο, το οποίο τελικά κατεδαφίστηκε. Σήμερα το FA αποτελεί μακρινό όνειρο το οποίο γνωρίζουμε μόνο από αναπαραστάσεις της εποχής, ενώ σώζεται μόνο ένα πολύ μικρό τμήμα του.

Σαφώς λιγότερο φιλόδοξη (αλλά προγενέστερη στη σύλληψη και την υλοποίηση) από το Fonthill Abbey υπήρξε η οικία του Horace Walpole (1717-1797), συγγραφέα της κλασικής γοτθικής νουβέλας Το Κάστρο του Οτράντο. To Straberry Hill House στο Twickenham του Λονδίνου υπήρξε το κάστρο του Walpole, ο οποίος το διαμόρφωσε έχοντας ως έμπνευση τους γοτθικούς καθεδρικούς ναούς. Όπως και στην περίπτωση του FA, το σπίτι στέγασε την μεγάλη συλλογή έργων τέχνης και διαφόρων άλλων αντικειμένων του Walpole.

Strawberry Hill House
Το εντυπωσιακό καστρόσπιτο υπήρξε διάσημο στην εποχή του και πολλοί επισκέπτες συνέρεαν για να θαυμάσουν τα σε μεσαιωνικό στυλ διακοσμημένα δωμάτια και τις συλλογές του οικοδεσπότη. Μετά τον θάνατο του Walpole το σπίτι πέρασε στους κληρονόμους του και δυστυχώς το 1842 διεξήχθη μια δημόσια δημοπρασία που άφησε το SHH εντελώς άδειο. Μετά από εργασίες αποκατάτασης, σήμερα το SHH είναι επισκέψιμο για το κοινό.

Strawberry Hill House

Υποθέτω πως ο πληθωρικός William Morris (1834-1896) είχε υπόψη τα εγχειρήματα των Walpole και Beckford, αν και δεν εντόπισα κάποια σχετική αναφορά. O Morris-μεταξύ άλλων-υπήρξε συγγραφέας κάποιων από τα πρώτα έργα επικής φαντασίας και ένας άνθρωπος με μεγάλη αγάπη για το ιπποτικό ιδεώδες, καθώς και για τις τέχνες και την αισθητική του Μεσαίωνα. Σε συνεργασία με τον αρχιτέκτονα Philip Webb σχεδίασαν και κατασκεύασαν την περίφημη Κόκκινη Οικία (Red House) στο Bexleyheath, στην ευρύτερη περιοχή του Λονδίνου.

Red House
Εκτός από την αρχιτεκτονική σχεδίαση και την κατασκευή του σπιτιού, ο Morris και φίλοι του όπως ο Burne Jones, επιμελήθηκαν και ολόκληρης της εσωτερικής διακόσμησης του σπιτιού. Η Κόκκινη Οικία υπήρξε το Παλάτι της Ομορφιάς στο οποίο η οικογένεια Morris έμεινε από το 1860 έως το 1865 οπότε και ο συγγραφέας αναγκάστηκε να την πουλήσει. Σήμερα είναι και αυτή επισκέψιμη ως μουσείο.

Εσωτερική άποψη της εισόδου του Κόκκινου Σπιτιού

Από αυτήν τη σύντομη αναφορά, γίνεται φανερό πως τα σπίτια αυτά δεν ήταν μόνο κατοικίες αλλά και δηλώσεις προθέσεων εκ μέρους των ανθρώπων που τα οραματίστηκαν. Δεν επρόκειτο για απλούς συγγραφείς αλλά για  άντρες που χάθηκαν σε μεσαιωνικά όνειρα, λάτρεψαν την Ομορφιά και την Τέχνη, και υπήρξαν φορείς μιας αισθητικής που σήμερα οπωσδήποτε δεν είναι της μόδας. Είχαν την πολυτέλεια να το κάνουν-θα πει κάποιος-αφού και οι τρεις άντρες που αναφέραμε ήταν από πολύ έως πάρα πολύ πλούσιοι. Όμως δεν είναι μόνο θέμα χρημάτων. Είναι κυρίως θέμα ευρύτερης αισθητικής αντίληψης την οποία λίγοι διαθέτουν σε ουσιαστικό επίπεδο (ειδικά στην εποχή μας).

Κλείνω με την παρατήρηση πως τα παραπάνω γοτθικά κτίσματα έχουν μικρή έως μηδενική σχέση με την ελληνική πραγματικότητα, με μια-δύο εξαιρέσεις (στον βαθμό που γνωρίζω) όπως το γοτθικό σπίτι στην οδό Θήρας 54 στην πλατεία Αμερικής και το πυργόσπιτο που υπήρχε στην αρχή της λεωφόρου Μεσογείων, στην θέση που σήμερα βρίσκεται το κτήριο της Εθνικής Τράπεζας. Το μόνο στο οποίο μπορούμε να ελπίζουμε λοιπόν είναι κάποια μελλοντική επίσκεψη εν είδει προσκυνήματος στους χώρους όπου έζησαν και δημιούργησαν κάποιοι ξεχωριστοί άνθρωποι. Σχεδιάζοντας ταξίδια στις εξοχές της Αγγλίας, συνεχίζουμε την ζωή μας στα άχαρα διαμερίσματα μας, τα οποία ωστόσο παραμένουν τα κάστρα μας, μέσα στα οποία τα όνειρα μας, οι ασήμαντοι προσωπικοί μας θρίαμβοι, αλλά και η ξιπασιά μας εξακολουθούν να βασιλεύουν. 

Τετάρτη 1 Φεβρουαρίου 2017

Σπασμένο Σπαθί

Πριν την οριστική επικράτηση του Χριστιανισμού στην Ευρώπη, ο Νεραϊδόκοσμος συνυπήρχε με τον κόσμο των ανθρώπων, αόρατος στα μάτια των κοινών θνητών. Μόνο όσοι διέθεταν την μαγική όραση (witch sight) μπορούσαν να δουν τα κάστρα των ξωτικών να ορθώνονται στα ρεικοτόπια και τους ερημικούς λόφους. Και τις νύχτες με καταιγίδα οι ουρανοί τραντάζονταν ακόμη από το Άγριο Κυνήγι του Όντιν και της φασματικής ακολουθίας του.


Την περίοδο που οι Βίκινγκ έκαναν επιδρομές και τελικά εγκαθίσταντο στην Αγγλία και την Ιρλανδία, ο πόλεμος μεταξύ των Ξωτικών και των Τρολ (των δύο ισχυρότερων φυλών του Νεραϊδόκοσμου) μαινόταν. Και αυτή η σύγκρουση με τη σειρά της αποτελούσε αντανάκλαση μιας άλλης, που διεξαγόταν σε υψηλότερο επίπεδο, μεταξύ των Aesir και των Γιγάντων. Εκείνη την εποχή, ο ξωτικοάρχοντας Imric έκλεψε ένα ανθρώπινο μωρό και το αντικατέστησε στην αγκαλιά της μάνας του με ένα "αλλαγμένο" (changeling), το οποίο γέννησε μια αιχμάλωτη πριγκίπησσα των Τρολ. Έτσι ο Skafloc μεγάλωσε στο βασίλειο των Ξωτικών ενώ ο Valgard μεγάλωσε στον κόσμο των ανθρώπων ως το σκοτεινό είδωλο του Skafloc, χωρίς να γνωρίζει την πραγματική του φύση. Οι Aesir έκαναν δώρο στον Skafloc ένα σπασμένο σπαθί, ένα τρομερό όπλο για ώρα ανάγκης. Αλλά οι θεοί έχουν τα δικά τους σχέδια και θνητοί, ξωτικά και τρολ δεν είναι παρά πιόνια στα παιχνίδια τους...


Τα παραπάνω αποτελούν το πλαίσιο και την αφετηρία της νουβέλας The Broken Sword του διάσημου αμερικανού συγγραφέα φαντασίας Poul Anderson. Για τον Anderson έχουμε μιλήσει παλιότερα και μάλλον θα επανέλθουμε και στο μέλλον. Το ΤBS κυκλοφόρησε το 1954. Tο 1971 παρουσιάστηκε στο πλαίσιο της ιστορικής σειρά Adult Fantasy των εκδόσεων Ballantine μια αναθεωρημένη εκδοχή της νουβέλας που είχε ξαναδουλέψει ο συγγραφέας. Το 2002 η νουβέλα εκδόθηκε στην αρχική μορφή του 1954 από τη σειρά Fantasy Masterworks της Gollancz. Αυτή είναι και η έκδοση που αγόρασα πριν αρκετά χρόνια, όταν και πρωτοδιάβασα το έργο. Είχε προηγηθεί η παρουσίαση του στην έντυπη Πολεμική Σημαία και μια περίοδος μάταιης αναζήτησης του.


Με ύφος που παραπέμπει στις ισλανδικές σάγκες, το TBS αφηγείται την τραγική ιστορία των Skafloc και Valgard. Ο πρώτος θα γίνει πρόμαχος των Ξωτικών, ενώ ο δεύτερος θα διεκδικήσει την αλλοκοσμική κληρονομιά του και θα αποκτήσει ηγετική θέση στις τάξεις των πολεμιστών των Τρολ.  Οι δύο τους θα εμπλακούν στον πόλεμο των νεραϊδολαών, και όταν θα φανεί πως τα Τρολ επικρατούν, ο Skafloc θα αποφασίσει να χρησιμοποιήσει το σπασμένο σπαθί για να αλλάξει τις τύχες του πολέμου. Το τίμημα όμως θα είναι να χάσει την αγαπημένη του Freda και να βυθισθεί στην απελπισία. Μαζί με τον θεό της θάλασσας Mannanan Mac Lir, ο Skafloc θα αναζητήσει στις εσχατιές του Βορρά-στο ζοφερό Jotunheim-τον γίγαντα Bolverk που είναι ο μόνος που μπορεί να ενώσει τα κομμάτια του σπαθιού και σφυρηλατήσει ξανά το όπλο. Τελικά το μαγικό ξίφος θα φέρει την νίκη αλλά και την καταστροφή και η Μοίρα θα συντρίψει τους πρωταγωνιστές, τις ελπίδες και τα όνειρα τους.     


Χωρίς αμφιβολία, το TBS αποτελεί ένα από τα πιο επιδραστικά βιβλία στο χώρο της fantasy λογοτεχνίας. Το χαρακτηρίζει η λιτή γραφή του Anderson και η γρήγορη εξέλιξη της πλοκής, απαλλαγμένη από περιττές φλυαρίες. Σκηνές μαχών και άγριας αιματοχυσίας που θυμίζουν Robert Howard εναλλάσσονται με σχεδόν γοτθικές περιγραφές των τοπίων και των στοιχείων της φύσης, ενώ υπάρχει ικανοποιητική-χωρίς να καταντάει κουραστική-σκιαγράφηση των χαρακτήρων. Ίσως το πιο γοητευτικό χαρακτηριστικό του βιβλίου είναι ο όμορφος τρόπος που ο συγγραφέας αξιοποιεί τις γνώσεις του πάνω στις ευρωπαϊκές παραδόσεις (κυρίως τις βόρειες) και τις εντάσσει στο έργο του. Λεπτομέρειες όπως η Fand που δακρύζει αναφερόμενη στον ήρωα Cuchulain, ή η συνάντηση του Skafloc με τον εξόριστο από την Ελλάδα φαύνο, ή ακόμα και ο Σατανάς που εμφανίζεται στην γριά μάγισσα λέγοντας της πως σε κάποια προηγούμενη ενσάρκωση του ήταν ο Loki, κάνουν την διαφορά και καθιστούν το TBS ένα απολαυστικό ανάγνωσμα. Επιπλέον, έχει σημασία πως ο Anderson αποφεύγει να προσεγγίσει το υλικό του πάνω στον άξονα της στερεότυπης αντιπαράθεσης Καλού-Κακού, αλλά δημιουργεί ένα πιο σύνθετο έργο όπου δεν υπάρχουν ξεκάθαρες διαχωριστικές γραμμές, προκαλώντας τον προβληματισμό του αναγνώστη και δίνοντας μεγαλύτερο βάθος στην ιστορία του.

Το ίδιο το σπασμένο σπαθί παραμένει ανώνυμο στην έκδοση του 1954, ενώ κατονομάζεται ως το σπαθί Tyrfing σε αυτήν του 1971. Το ξίφος που έχει χαραγμένους ρούνους στην λεπίδα του, λάμπει με μια γαλάζια φλόγα και διψάει για αίμα, που χαρίζει την νίκη αλλά και φέρνει τον όλεθρο σε αυτόν που το κραδαίνει, προφανώς αποτελεί την πηγή έμπνευσης για το Stormbringer του Michael Moorcock, ο οποίος είχε σε μεγάλη εκτίμηση το TBS. Μάλιστα η φοβερή εικόνα εξωφύλλου του έβδομου τεύχους του κόμιξ Stormbringer του P. C. Russell ταιριάζει άψογα και με το τέλος του βιβλίου του Anderson: οι ηθοποιοί έπαιξαν τους προκαθορισμένους ρόλους και η Κωμωδία έλαβε τέλος.


Πέρα από την επίδραση του στο έργο του Moorcock αλλά και στο ευρύτερο σύγχρονο fantasy, συχνά τονίζεται πως το TBS κυκλοφόρησε την ίδια χρονιά με τα δύο πρώτα μέρη του Άρχοντα των Δαχτυλιδιών του Tolkien και γίνονται ενδιαφέρουσες συγκρίσεις μεταξύ των δύο έργων. Ωστόσο, θα έλεγα πως το έργο του Tolkien που βρίσκεται σε μεγαλύτερη αντιστοιχία με το TBS είναι το The Children of Hurin. Τα Παιδιά του Χούριν είναι μια από τις ιστορίες που περιέχονται στο Σιλμαρίλιον, αλλά σε ολοκληρωμένη μορφή κυκλοφόρησε το 2007 σε επιμέλεια του Christopher Tolkien. Στην ιστορία του Τούριν, γιού του Χούριν, βρίσκουμε πολλές αναλογίες με αυτήν του Skafloc: η κατάρα που βαραίνει την γενιά του πατέρα του ήρωα, το παιδί των ανθρώπων που μεγαλώνει στο βασίλειο των ξωτικών και γίνεται σπουδαίος πολεμιστής, ο απαγορευμένος αιμομεικτικός έρωτας και η αποκάλυψη του, και θάνατος του ήρωα από το ίδιο το σπαθί του. Επιπλέον ανάγνωσεις των βιβλίων ίσως αποκαλύψουν και άλλες ομοιότητες αλλά και επιμέρους διαφορές.

Επιστρέφοντας στο έπος του Anderson, συνοψίζουμε λέγοντας πως το Σπασμένο Σπαθί είναι ένα βίαιο παραμύθι, μια σκοτεινή ιστορία αίματος και πάθους που θα γοητεύσει κάθε φίλο της fantasy λογοτεχνίας (ιδίως όσους έχουν αγάπη για τους σκανδιναυικούς μύθους). Το έχω ξαναγράψει πως δυστυχώς στην χώρα μας το κλασικό αυτό έργο παραμένει αμετάφραστο. Παλιότερα προσπάθησα ο ίδιος να το μεταφράσω αλλά δεν προχώρησα πέρα από την πρώτη παράγραφο 😛. Ευελπιστώ κάποιος πιο ικανός να δρέψει σύντομα την δόξα της μετάφρασης και να παρουσιάσει το έργο στο ελληνικό κοινό (αν και εικάζω πως δεν θα συγκινήσει πολύ κόσμο).   


Βέβαια ο Κύκλος δεν έχει κλείσει. Ο Όντιν ξεγέλασε την Freda και πήρε το παιδί του Skafloc, ενώ το δαιμονικό σπαθί ρίχτηκε στα βάθη της θάλασσας χωρίς να έχει εκπληρώσει το πεπρωμένο του. Σε ερημικές και στοιχειωμένες γωνιές του κόσμου μας η σύγκρουση των νεραϊδολαών μπορεί να συνεχίζεται, χωρίς να γίνεται αντιληπτή από τις θολωμένες από τον σύγχρονο τρόπο ζωής αισθήσεις μας. Πολλές ιστορίες απομένει να ειπωθούν ακόμη προτού σημάνει η ώρα του Ragnarok. Πόσα αυτιά υπάρχουν όμως για να τις ακούσουν;

Σάββατο 21 Ιανουαρίου 2017

Απόλυτη Εκμηδένιση

Τέσσερις μακρυμάλληδες μουσικοί αναδύονται μπροστά μας σαν πολεμιστές μετα-αποκαλυπτικής ταινίας. Στο φόντο ορθώνεται το μανιτάρι της πυρηνικής έκρηξης και επίκειται η καταστροφή της αμερικάνικης μεγαλούπολης. Η Ώρα της Κρίσης έχει φτάσει, η Απόλυτη Εκμηδένιση πλησιάζει, αλλά κάποιοι θα συνεχίσουν να στέκονται όρθιοι ανάμεσα στα ερείπια...

Clouds of smoke, filled the air
We never saw them, they came from nowhere
Caught under a stone, helpless and trapped
From the ruins we'll grow, To Fight Back!


Όταν μιλάμε για άγριο, τραχύ και αυθεντικό Ηeavy Μetal, ένα από τα πλέον αντιπροσωπευτικά δείγματα είναι το θρυλικό Annihilation Absolute των αμερικανών Cities. Οι Cities ήταν μια μπάντα από την Νέα Υόρκη, που αν δεν έχει ξεχαστεί εντελώς σήμερα οφείλεται κυρίως στο γεγονός πως είχε-για ένα διάστημα-στις τάξεις της τον ντράμερ AJ Pero των Twisted Sister. Το Annihilation Absolute κυκλοφόρησε το 1986. Είχαν προηγηθεί κάποια demos και μια EP έκδοση του δίσκου το 1985 με λιγότερα τραγούδια και διαφορετικό ντράμερ. Η μπάντα δεν θα μπορούσε να επιλέξει καλύτερο τίτλο για τον δίσκο αφού οι δύο λέξεις Αnnihilation Αbsolute περιγράφουν με άκρως παραστατικό τρόπο τι συμβάνει στα περίπου 40 λεπτά της διάρκειας του. 

 
Το ΑΑ είναι από τους σπάνιους εκείνους δίσκους που ξεχειλίζουν από ενέργεια και ωμή δύναμη, τσαμπουκά και αίσθημα δρόμου. Διαποτισμένο από την ατμόσφαιρα της δεκαετίας του 80, ανακαλεί στην μνήμη εικόνες από ταινίες όπως το The Warriors (το οποίο ωστόσο βγήκε το 1979), όταν ο Αίαντας συνέτριβε τους Baseball Furies μέσα στο πάρκο. Δεν θα ήταν υπερβολή να γράψουμε πως αποτελεί ένα νοερό ταξίδι στους δρόμους των πόλεων (Cities) της Αμερικής, σε μια περίοδο που ο σκληρός ήχος κυριαρχούσε και τίποτα δεν φαινόταν αδύνατο στους μακρυμάλληδες νεαρούς που περπατούσαν σε αυτούς. Μουσικά χαρακτηρίζεται από τα δυνατά riffs και τα λυσσαλέα σόλο του αξιόλογου κιθαρίστα Steve Mironovich και το ανελέητο παίξιμο του AJ Pero στα τύμπανα. Στα φωνητικά βρίσκεται ο Ron Angell και στο μπάσο ο Sal Italiano (Mayne). Οι τέσσερις  μας χαρίζουν κομματάρες όπως τα Stop the race, Fight for your life, Cruel sea, In the still of the night, Innocent victim, ενώ η κορύφωση έρχεται με τον Mironovich να πυρπολεί την κιθάρα οδηγώντας μας στο σαρωτικό Deceiver που κλείνει τον δίσκο. Κοφτερό και ακατέργαστο αμερικάνικο metal αποτελεί την ουσία του ΑΑ και η εκμηδένιση του ανυποψίαστου-αλλά διαθέτοντα την απαραίτητη αντιληπτική ικανότητα ως προς τον σκληρό ήχο- ακροατή είναι εγγυημένη. Περισσότερα δεν γράφονται αλλά ακούγονται!

Δυστυχώς, η θύελλα του 1986 ακολουθήθηκε από την διάλυση της μπάντας το 1987. Ο AJ Pero επανήλθε στους Twisted Sister και άφησε τον μάταιο τούτο κόσμο το 2015, ενώ ο μπασίστας έκανε ένα σύντομο πέρασμα από τους Anvil πριν μερικά χρόνια. Το μόνο που απομένει πλέον από το όνειρο της δεκαετίας του 80 είναι το βινύλιο. Tρεις δεκαετίες μετά την κυκλοφορία του, το Αnnihilation Αbsolute παραμένει στην εμπροσθοφυλακή του US metal, τεκμήριο μιας ηρωϊκής εποχής, γεμάτης πάθος και αυτοπεποίθηση.

Τρίτη 10 Ιανουαρίου 2017

Fortress Unvanquishable

Πριν ακόμα διαβάσω κάποια ιστορία του, το άκουσμα του ονόματος Λόρδος Dunsany με είχε προϊδεάσει για κάτι μεγαλειώδες και μαγικό. Και οι προσδοκίες μου δεν διαψεύστηκαν αφού ο ιρλανδός Edward John Moreton Drax Plunkett (1878-1957), 18ος βαρόνος του Dunsany, είναι μια από τις πλέον γοητευτικές προσωπικότητες στον χώρο της Φανταστικής Λογοτεχνίας.


Δημιουργός φανταστικών ιστοριών, συγγραφέας θεατρικών έργων και ποιητής, αλλά και κυνηγός, sportsman και δεινός σκακιστής, αποτελεί σπάνια περίπτωση στην οποία η αριστοκρατική καταγωγή συναντιέται με ένα σπουδαίο λογοτεχνικό ταλέντο. Μεταξύ άλλων πολέμησε σε δύο πολέμους, ταξίδεψε εκτεταμένα και το 1940 ήρθε στην χώρα μας ως καθηγητής στο Πανεπιστήμιο της Αθήνας αλλά σύντομα αναγκάστηκε να την εγκαταλείψει λόγω της γερμανικής εισβολής. Ο Lovecraft ήταν θαυμαστής του έργου του, είχε παρτίδες με τον W. B. Yeats και το λογοτεχνικό κίνημα της ιρλανδικής αναβίωσης, ενώ διαβάζω πως ο πολύς Aleister Crowley του έστειλε μια επιστολή στην οποία εσώκλειε ως δώρο και κάποια περιοδικά ερωτικού περιεχομένου.

To 1908 εκδόθηκε η τρίτη συλλογή διηγημάτων του Dunsany, με τίτλο The Sword of Welleran and Other Stories. Περίεχει δώδεκα σύντομες ιστορίες και οι έλληνες αναγνώστες -τουλάχιστον οι παλιότεροι- μάλλον είναι εξοικειωμένοι με τρεις από αυτές (Το Σπαθί του Βέλεραν, Η Πτώση της Μπαμπουλκούντ, Το Άπαρτο Κάστρο), οι οποίες εμφανίστηκαν σε ανθολογίες των εκδόσεων Ωρόρα. 

Fortress Unvanquishable του S. Sime.

Tο διήγημα Fortress Unvanquishable, Save for Sacnoth (Το Άπαρτο Κάστρο) είναι μια από τις καλύτερες και πιο διάσημες ιστορίες του συγγραφέα. Οι κάτοικοι του χωριού Allathurion βασανίζονται από διαβολικούς εφιάλτες, τους οποίους στέλνει ο σατανικός μάγος Gaznak. Ο νεαρός Leothric αναλαμβάνει να σκοτώσει τον μάγο αλλά για να εκπληρώσει την αποστολή του πρέπει να αποκτήσει το μαγικό σπαθί Sacnoth που είναι ενσωματωμένο στο σιδερένιο πετσί του φοβερού δράκοντα Tharagavverug. O ήρωας σκοτώνει -με μάλλον κωμικό τρόπο- τον δράκοντα και εξοπλισμένος με το Sacnoth εισβάλει στο κάστρο του Gaznak και αφού αντιμετωπίσει του κινδύνους που κρύβουν οι αίθουσες του, σκοτώνει τον μάγο σε μια από τις πιο αλλόκοτες μονομαχίες στην ιστορία της Φανταστικής Λογοτεχνίας.

Το Fortress αποτελεί αρχετυπική ιστορία ηρωϊκής φαντασίας -μια από τις πρώτες του είδους- αφού διαθέτει όλα τα στοιχεία που περιμένει να συναντήσει ένας αναγνώστης του χώρου: τον νεαρό ήρωα, την αναζήτηση, το μαγικό σπαθί, τον μάγο και τους δράκους. Ωστόσο, έχει ενδιαφέρον ο τρόπος με τον οποίο την διατρέχει μια ελαφριά σατιρική διάθεση (χαρακτηριστική του συγγραφέα), η οποία φαίνεται στον τίτλο του διηγήματος ή στον εκνευριστικό τρόπο με τον οποίο ο Gaznak επιμένει να αποσπά το κεφάλι του από τον λαιμό του κάθε φορά που ο Leothric επιχειρεί να το κόψει. Και φυσικά, ολόκληρο το διήγημα χαρακτηρίζεται από το εξαιρετικό ύφος γραφής του Dunsany και τα όμορφα ονόματα που δημιουργούσε η φαντασία του συγγραφέα. Ως ανάγνωσμα, είναι απαραίτητο για όλους τους φίλους του fantasy, αν και ενδέχεται η διακριτική φαιδρότητα του να ξενίσει ορισμένους.

The dreams came withering through the trees when the dark had fallen...
No one dares to close their eyes; no ones dares to reach for
sleep when nightmares wait for the call...
 
Ενενήντα χρόνια μετά την νίκη του Leothric, οι αμερικανοί Destiny's End κυκλοφόρησαν το 1998 τον πρώτο τους δίσκο με τον όμορφο τίτλο Breathe Deep the Dark και ένα μελαγχολικό "ντανσάνιο" εξώφυλλο: την μαγική ώρα του λυκόφωτος μια μοναχική φιγούρα ατενίζει κάποια ανώνυμα ερείπια, ίσως απομεινάρια κάποιας από τις φανταστικές πόλεις που καταράστηκαν οι Θεοί ή νικήθηκαν από τον Χρόνο. Σε αυτόν τον δίσκο, η μπάντα αποτίει φόρο τιμής στον Λόρδο Dunsany, στο The Idle City/Fortress Unvanquishable. Και αν το τεχνικό power metal των DE δεν καταφέρνει 100% να με κερδίσει, ωστόσο ως σύνολο ο δίσκος δικαιώνεται χάρη στη σκοτεινή του ατμόσφαιρα και τις αναφορές στην Λογοτεχνία του Φανταστικού. 


Γα άλλη μια φορά φανταστικές ιστορίες και μουσική μας οδηγούν στις Χώρες του Ονείρου, πέρα από το Λυκόφως. Και ακόμα πιο πέρα η Άκρη του Κόσμου, από την οποία πέφτουν ακόμα οι Slid και Pombo, και όπου το Χαρωπό Κτήνος τρώει τα λάχανα του Γέρου που Φροντίζει την Νεραϊδοχώρα. Αλλά αυτά κάποια άλλη φορά...

Αφορμή για την ανάρτηση μια δεύτερη ανάγνωση έργων του Dunsany κατά την διάρκεια μιας μακράς ανάρρωσης.